ρινόλοφος

ρινόλοφος
ο, Ν
ζωολ. γένος χειρόπτερων θηλαστικών, νυχτερίδα με μια πεταλόσχημη απόφυση, η οποία περιβάλλει το ρύγχος, και με μεγάλα αφτιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ρινολοφίδες — (Rhinolophidae). Οικογένεια θηλαστικών εντομοφάγων ζώων της τάξης των χειροπτέρων της υπόταξης των μικροχειροπτέρων. Συνηθισμένα ζώα του παλαιού κόσμου, βγαίνουν να κυνηγήσουν πολύ αργά τη νύχτα. Έχουν κοντό ρύγχος και μεγάλα αφτιά και τα συναντά …   Dictionary of Greek

  • νυχτερίδα — Κοινή ονομασία ιπτάμενων θηλαστικών της τάξης των χειροπτέρων. Ιδιαίτερα ονομάζουν ν. κάθε είδος που υπάγεται στην οικογένεια των Βεσπερτιλιονιδών, της μεγάλης τάξης των μικροχειροπτέρων· η οικογένεια αυτή, που χαρακτηρίζεται από την ομοιογένειά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”